- πράσις
- -εως, και ιων. τ. πρῆσις, -ιος, ΝΑφρ. «πρᾱσις ἐπὶ λύσει»(αττ. δίκ.) τύπος εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης κατά τη σύναψη δανείου από τον οφειλέτη προς τον πιστωτή, κατά τον οποίο ο δανειστής γινόταν αμέσως κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου συνήθως ακινήτου, που τού προσφερόταν ως εγγύηση από τον δανειζόμενο υπό μορφή πώλησης ωσότου εξοφληθεί το χρέοςαρχ.1. πώληση («ὠνί τε καὶ πρήσι χρέονται», Ηρόδ.)2. (σε νομικά έγγραφα) συμβόλαιο προς μίσθωση φορολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω)].
Dictionary of Greek. 2013.